- πολιορκουμένοις
- πολιορκέωbesiegepres part mp masc/neut dat pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκβοηθώ — έω, Α σπεύδω να βοηθήσω μαζί με άλλον («συνεκβοηθήσαντος τοῡ βασιλέως τοῑς πολιορκουμένοις», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβοηθῶ «εξορμώ για βοήθεια»] … Dictionary of Greek